- ἀσθενής
- слабый
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀσθενής — without strength masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… … Dictionary of Greek
ἀσθενῆς — ἀσθενέω pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσθενής without strength masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀσθενής without strength masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή 1. αδύνατος, ανίσχυρος: Είναι άνθρωπος ασθενούς χαρακτήρα. 2. άρρωστος: Είναι ασθενής αρκετές μέρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθένης — ἀ̱σθένης , ἀσθενέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀσθενέω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενής αλληλεπίδραση — Ένας από τους τέσσερις γνωστούς τύπους θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα στοιχειώδη σωμάτια. H α.α. είναι ασθενέστερη από την ισχυρή (κατά έναν παράγοντα περίπου 1012) και την ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και πολύ πιο ισχυρή από την… … Dictionary of Greek
Μιᾶς γὰρ χειρὸς ἀσθενὴς μάχη. — См. Один в поле не воин … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀσθενῆ — ἀσθενής without strength neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσθενής without strength masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσθενής without strength masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενέστερον — ἀσθενής without strength adverbial comp ἀσθενής without strength masc acc comp sg ἀσθενής without strength neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀσθενής — ἀσθενής , ἀσθενής without strength masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθενεστάτων — ἀσθενής without strength fem gen superl pl ἀσθενής without strength masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)